- ὁμοπόλων
- ὁμόπολοςhaving the same polesmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁμοπολῶν — ὁμοπολέω move together pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοπολώ — ὁμοπολῶ, έω (Α) κινώ μαζί («ἐπιστατεῑ δὲ οὗτος ὁ θεὸς τῇ ἁρμονία ὁμοπολῶν αὐτὰ πάντα καὶ κατὰ θεοὺς καὶ κατ ἀνθρώπους», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πολῶ, μέσω αμάρτυρου *ὁμοπόλος] … Dictionary of Greek